σάψαλο

σάψαλο
το
1. πράγμα σαθρό και ετοιμόρροπο, σύντριμμα.
2. μτφ., άνθρωπος εξασθενημένος από αρρώστια ή από γεράματα: Ο παππούς μας έγινε σάψαλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σάψαλο — το, Ν 1. πράγμα σαθρό, σάπιο, ετοιμόρροπο 2. συνεκδ. άνθρωπος εξασθενημένος από αρρώστια ή από γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σηψ αλός < σῆψις (< σήπομαι «σαπίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • σαψαλιάζω — Ν [σάψαλο] γίνομαι σάψαλο …   Dictionary of Greek

  • σαψάλης — ο, θηλ. σαψάλα, Ν [σάψαλο] άνθρωπος αδέξιος, ανίκανος να κάνει κάτι σωστό …   Dictionary of Greek

  • σαψαλίζω — σαψάλισα, γίνομαι σάψαλο, σαραβαλιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”